Βασιλόπιτα. Γλύκισμα συμβολικό!
Κάτι περισσότερο από μια πίτα (ή κουλούρα…) της Πρωτοχρονιάς
«Στη Ζάκυθο, όπου είχα μεγαλώσει, την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, κόβουν με πομπή* κάποια κουλούρα. Αντιστοιχεί με τη βασιλόπιτα που κόβουν εδώ την Πρωτοχρονιά -κομμάτι ονομαστικό για τον καθένα, φλουρί για τον τυχερό και καθεξής- αλλά δε μοιάζει και καθόλου. Άλλη πάστα, άλλη ζύμη, άλλη όψη, άλλη γεύση, άλλη μυρωδιά. Φανταστείτε ένα ωραίο ψωμί σιμιγδαλένιο, πιασμένο με λάδι, βαμμένο κίτρινο με ζαφουράνα*, σπαρμένο μέσα με σταφίδες άσπρες και μαύρες, με κουκουνάρια, πορτοκαλόφλουδες κι ένα σωρό μπαχαρικά και με μια κρούστα όλο σουσάμι και πυκνά φυτεμένα καρύδια, κάποτε μάλιστα και πασπαλισμένη με ψιλή ζάχαρη χρωματιστή. Αυτή είναι η ζακυθινή κουλούρα.»
[πομπή* : τελετή, ζαφουράνα* :ζαφορά/σαφράνι/σαφράν- το φυτό κρόκος]
Γρηγόριος Ξενόπουλος,
Διάπλασις Των Παίδων,
Αθήνα, 26 Δεκεμβρίου 1925
Η βασιλόπιτα είναι ένα σπάνιο σε συμβολισμό γλύκισμα, αρτοσκεύασμα για την ακρίβεια, τόσο ταιριαστό με την ιστορία αυτού του τόπου αλλά και με την ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων που τον κατοικούν, που λες ότι θα μπορούσε από μόνη της να νοηματοδοτεί τον ελληνισμό ανά τους αιώνες.
Μήπως αυτό δεν κάνει;
Από το καταπράσινο αυτή την εποχή και ευωδιαστό από τα εσπεριδοειδή Άργος, ο φιλόλογος, λαογράφος και συγγραφέας Αλέξης Τότσικας, συνεργάτης της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού, μας ξεκαθαρίζει ότι ο μακρινός πρόγονος της βασιλόπιτας – σε όποια μορφή κι αν τη συναντάμε στους νεώτερους χρόνους- είναι η προσφορά άρτου από την οικογένεια-παραγωγό προς τη φύση, τα άλλα πλάσματά της και τους θεούς ή τις θεότητες που συγκροτούν το λατρευτικό περιεχόμενο ανά τόπο κι εποχή.
Η βασιλόπιτα στο κάδρο του αρχαίου κόσμου
Οι Αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν στους θεούς σε κάθε καμπή του χρόνου ή της ζωής τους ‘εορταστικούς άρτους’. Οι στρατιώτες πρόσφεραν στον Άρη, το θεό του πολέμου, ψωμάκια. Οι κυνηγοί αφιέρωναν ψωμάκια στην Άρτεμη, την προστάτιδα του κυνηγιού. Οι θεριστάδες της γης αφιέρωναν αρτίδια στη θεά Δήμητρα, που τα ονόμαζαν ‘θαλύσια αρτίδια’ στη γιορτή της συγκομιδής και απλώς ‘άρτους’ ή ‘πλακούντες’ στη γιορτή των Θεσμοφορίων. Ο πλακούντας θεωρείται ο μακρινός πρόγονος της βασιλόπιτας. Εντυπωσιακή λέξη. Ζητάμε να μάθουμε περισσότερα.
«Ο πλακούντας ήταν ένα ζυμάρι, από αλεύρι, μαγιά και νερό, που το άπλωναν με τον πλάστη, όπως κάνουμε τα τυροπιτάρια και στη συνέχεια το έψηναν στο φούρνο» μας εξηγεί ο Αλέξης Τότσικας. Η μακρά πορεία των ‘εορταστικών’ άρτων της αρχαιότητας μέχρι το γλύκισμα της Χριστιανοσύνης, πέρασε κάποια στιγμή – σχεδόν αναγκαστικά- από την αρχαία Ρώμη και τις περίφημες γιορτές που έμειναν στην ιστορία ως ‘Σατουρνάλια’ (γιορτή των Ρωμαίων αφιερωμένη στο θεό Σατούρνους).
Εκεί καταγράφεται ιστορικά η πρώτη πράξη γεμίσματος του άρτου με νομίσματα, όσπρια ή μικρά κομμάτια πάπυρου· όποιος έβρισκε κάτι στο ψωμάκι του θεωρείτο καλότυχος- αν ήταν δούλος μπορούσε μάλιστα να διεκδικήσει την ελευθερία του. Επίσης σε εκείνη την ιστορική φάση, αλλάζει κάπως η συνταγή. «Οι πλακούντες ήταν οι μακρινοί πρόγονοι των πιτών και των κέικ. Η ζύμη τους ήταν παρόμοια με τη ζύμη των ψωμιών, αλλά ήταν εμπλουτισμένη με γάλα, λίπος, μυρωδικά, μπαχαρικά κ.ά.» ισχυρίζεται ο Αργειώτης λαογράφος.
Τον καιρό του Βυζαντίου
Η χριστιανική ερμηνεία της βασιλόπιτας αναγνωρίζει ότι οι πληθυσμοί της Μεσογείου και ειδικά στα νότια Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή ζύμωναν ‘εορταστικούς άρτους’ κι έψηναν λατρευτικές πίτες, διεκδικεί όμως για τον αυτό της την πατρότητα του ‘δώρου’ (ή αντίδωρου αν προτιμάτε), σύμφωνα πάντα με την ερμηνεία της πίτας του Αγίου Βασιλείου, Επισκόπου Καισάρειας. Η διπλή εκδοχή της Ορθοδοξίας, με τον Άγιο Βασίλειο είτε να ασκεί ένα είδος κοινωνικής πολιτικής μοιράζοντας αντικείμενα αξίας στο πάμφτωχο ποίμνιό του, είτε να προσπαθεί να επιστρέψει στους πιστούς κοσμήματα που τελικά δεν χρησιμοποιήθηκαν ως είδος φορολογίας υπέρ του τοπικού Ρωμαίου Έπαρχου, αναδεικνύει τη θερμή σχέση Εκκλησίας- ποιμνίου και καθαγιάζει την έννοια του ‘δώρου’ στο πλαίσιο της άδολης χριστιανικής πίστης.
Στα χρόνια του Βυζαντίου όλα τα στοιχεία του …πλακούντα των Ελλήνων και των Ρωμαίων ομορφαίνουν. Στη ζύμη προστίθεται αυγό για να είναι πιο αφράτη, το νόμισμα γίνεται χρυσό φλουρί ‘Κωνσταντινάτο’, ενώ η πίτα σφραγίζεται με ξύλινα μονογράμματα ή στολίζεται με ζυμαρένιους σταυρούς. Στις απομακρυσμένες, τις πιο φτωχές επαρχίες της Αυτοκρατορίας, οι κάτοικοι έβαζαν στις πίτες βελανίδια και κομμάτια καλαμποκιού ή ακόμα και μικρά κλαδάκια από κάποια δέντρα για να αναδείξουν τον καλότυχο της επόμενης χρονιάς αφού η πίτα κοβόταν είτε την παραμονή το βράδυ είτε ανήμερα την Πρωτοχρονιά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κρυμμένα στο εσωτερικό της δώρα, σηματοδοτούσαν το ποιος από την οικογένεια θα κληρονομούσε ή διαχειριζόταν για το επόμενο διάστημα το καλύτερο χωράφι, ποιος θα έπαιρνε τα ζώα κ.λπ.
Αν κάτι δεν έχει ακόμα διασαφηνίσει η ιστορική μελέτη, είναι το πότε και, κυρίως το γιατί, η βασιλόπιτα μετατράπηκε σε γλύκισμα. Οι λαογράφοι που μελετούν τον ελληνικό γαστρονομικό πολιτισμό, εκτιμούν ότι η πλήρη μετατροπή της βασιλόπιτας σε γλύκισμα από αρτοσκεύασμα, δεν ήταν ταυτόχρονη σε όλη την ελλαδική επικράτεια, όπως επίσης η βασιλόπιτα δεν είχε (και δεν έχει ως ένα βαθμό) την ίδια γεύση και εικόνα σε όλη την Ελλάδα. Η προσθήκη αυγού, το πασπάλισμα με ζάχαρη, το στόλισμά της με ξηρούς καρπούς είναι τα στοιχεία που διαφοροποιούν τη βασιλόπιτα ανά τους αιώνες και ανά τις περιοχές. Είναι γνωστό ότι στη Μικρασία περίσσευαν τα μυρωδικά στη βασιλόπιτα ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα προτιμούνταν οι ξηροί καρποί. Άλλα τα σφραγίσματα στην Μικρασία (συνήθως ο δικέφαλος αετός του Βυζαντίου), άλλα στην ηπειρωτική χώρα.
Ανάλογη διακρίβωση χρειάζεται για το αν οι αλμυρές ή οι πίτες με γέμιση κρέατος, που είναι πολύ χαρακτηριστικές π.χ. στην ηπειρώτικη παράδοση, μπορούν να θεωρούνται κι αυτές βασιλόπιτες. Είναι γνωστό ότι σε πολλές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και σε ορισμένες περιοχές της Θράκης, που κατοικούνταν από αμιγώς γηγενείς πληθυσμούς, η (εορταστική πάντα) βασιλόπιτα γινόταν με χοντροκομμένο αρνίσιο κιμά ή κομμάτια ξεψαχνισμένου κοτόπουλου.
Βασιλόπιτα: εδώ και τώρα και για πάντα
Ξεκίνησε ως μια ταπεινή απόδοση τιμών του ανυπεράσπιστου ανθρώπου προς την πανίσχυρη μητέρα- φύση, ως μια αναγνώριση της ευλογίας που λάμβανε η μικρότητά του μέσω μιας καλής σοδειάς ή ενός ευχάριστου γεγονότος. Μετατράπηκε στη συνέχεια ως έδεσμα μιας ξέφρενης γιορτής στα ρωμαϊκά χρόνια, συνέχισε ως μια λατρευτική – σχεδόν μυστικιστική- συνήθεια του πρώιμου Χριστιανισμού και κατέληξε σε μορφή αναδιανομής του πλούτου και αναγνώρισης δομών ιεραρχίας στο εσωτερικό της οικιακής οικονομίας. Ποιος να το περίμενε από ένα τέτοιο αρτοσκεύασμα. Από ένα ζυμαράκι…
Θα κλείσουμε το σημείωμά μας με ένα κείμενο, γραμμένο ένα τέταρτο του αιώνα μετά από εκείνο το νοσταλγικό του Ζακυθινού λογοτέχνη και παιδαγωγού με το οποίο ξεκινήσαμε, στο οποίο η βασιλόπιτα φαίνεται πως μέχρι τον 19ο αιώνα στα θρυλικά Φάσαρα της Καππαδοκίας, δεν είχε καταφέρει ακόμα να αποκοπεί από τον ιστορικό της χαρακτήρα ως ένα ιδιαίτερο εορταστικό αρτοσκεύασμα. Εξακολουθούσε και ήταν ακόμα ένα …κουλούρι. Ιδιαίτερο βέβαια, εορταστικό ασφαλώς, αλλά ταπεινό. Όσο και οι πιστοί που το γεύονταν τις χρονιάρες ημέρες.
«…Το πρωί (της Πρωτοχρονιάς) γινόταν και το κόψιμο της βασιλοκουλούρας. …Την έπαιρνε στο χέρι ο πατέρας ή η μητέρα ή ο μεγαλύτερος… έκανε το σταυρό του, τη φιλούσε και την περιτριγύριζε να τη φιλήσουν και τ’ άλλα μέλη της οικογένειας, ύστερα έκοβε ένα κομμάτι και το μοίραζε. …Το περισσό που έμεινε για το ‘σπίτι’, το ‘δινε στον ξένο που θα πρωτόμπαινε για να χαιρετήσει. Μέσα στην κουλούρα ήταν το νόμισμα, το ‘γρούσι’. Σ’ όποιον τύχαινε, του ‘λεγαν ‘Φέτος η τύχη σου είναι καλή’. Το γρούσι το φύλαγαν · δεν το ξόδευαν για να το βρει κι ο άλλος χρόνος».
-----------------------------------------------------------------------
Δ. Λουκόπουλος- Δ. Πετροπούλου,
«Η λαϊκή λατρεία των Φαράσων»,
Μικρασιατικό Κέντρο Σπουδών, 1949
Στο ‘Εφη Γρηγοριάδου, «Χριστούγεννα στις αλησμόνητες πατρίδες»,
Ιδεογραφίες, Αθήνα 2007.
Συνταγή Βασιλόπιτας
Τι θα κερδίσεις
- Συνδέσου εδώ
- Τις καλύτερες συνταγές και tips από chefs από όλο τον κόσμο
- Τις τελευταίες μαγειρικές τάσεις